- μπετονιέρα
- ημηχάνημα που προετοιμάζει το μπετόν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπετονιέρα — Μηχανή αναμεικτική, κατάλληλη για την προετοιμασία σκυροδέματος. Στους διάφορους τύπους μ., το βασικό στοιχείο είναι πάντα ένα περιστρεφόμενο κυλινδρικό ή κυλινδροκωνικό (κολουροκωνικό) τύμπανο, εφοδιασμένο εσωτερικά με πτερύγια, στο οποίο… … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
μαλακτήρες — Στην οικοδομική, είναι μηχανήματα που προορίζονται να αναδεύουν στις κατάλληλες δόσεις συγκολλητικά υλικά με ουδέτερα κοκκώδη υλικά (άμμος, χαλίκι, χοντρό χαλίκι) και νερό, για την παρασκευή μάλτας και σκυροδέματος. Οι μ., είτε σταθεροί είτε… … Dictionary of Greek